- ἀμορφίαν
- ἀμορφίᾱν , ἀμορφίαformlessnessfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неподобиѥ — НЕПОДОБИ|Ѥ (6*), ˫А с. 1.Бесчестие; беззаконие: съмыслити подобаѥть кльнѹщюѹмѹсѧ. а не тъщатисѧ своѥго извѣщати неподобиѥ. (τὸ ἀνόσιον) ΚΕ XII, 190а. 2. Недомыслие, недопонимание: ˫ако предъ скверньное своего блѧдени˫а. и неподобь˫а въсприѥмлють … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek